Αδέρφια μου,
σήμερα σας μιλάω με λόγια χώματα,
σημαίες και αίματα,
με το χωνί της λαϊκής οργής
ανεβασμένο στο πικρό μας στόμα.
Τι θέλουν στον τόπο μας οι ξένοι;
Γιατί να διαφεντεύουν οι άλλοι τα δικά μας;
Γιατί ν’ αλλάζουν τη θέση των άστρων μας;
Γιατί να τυφλώνουν τα πράσινα μάτια
των δέντρων μας και των παιδιών μας;
Είδαμε πάλι σήμερα τον ήλιο ματωμένο
στο πλευρό του κόσμου,
σαν την πληγή στο πλευρό του Χριστού
απ’ τη λόγχη των βαρβάρων,
είδαμε τις φωτεινές μας μέρες υβρισμένες,
σαν τις σκισμένες, ποδοπατημένες
εικόνες της Παναγίας,
είδαμε τις ελιές μας σαν τους κόμπους
του λυγμού να φράζουν το λαιμό της χώρας,
είδαμε τους ξένους ν’ αλλάζουν το μούστο
των αμπελιών μας σε χολή και ξύδι,
είδαμε τα πιο ωραία παιδιά μας στα σίδερα,
είδαμε κείνες τις καρδιές που φούσκωναν
σα μεγάλα καρβέλια ευτυχίας,
για να θρέψουν τον κόσμο,
είδαμε κείνες τις καρδιές
να τις τσαλαπατάνε λασπωμένες μπότες.
Τι θέλουν στον τόπο μας οι ξένοι; […]
Ένα παιδί νυστάζει.
Θέλει να κοιμηθεί και δεν τ’ αφήνει η πείνα.
Να θυμάσαι τα παιδιά που δεν κοιμούνται.
Κάποτε και μια κούνια πικραμένη
που τραμπαλίζεται στην ερημιά της,
μπορεί να ‘ναι ένας στόλος οργής
σκίζοντας θριαμβευτικά τη Μεσόγειο.
Νύχτα βουβή, νύχτα βαθιά, Ελληνική.
Σκοτάδι ζυμωμένο με τις δόξες των άστρων,
ζυμωμένο με τις σφιχτές γροθιές των ελάτων,
με το κλάμα των παιδιών,
με τη σιωπή των μανάδων,
με τις φλόγες των αιώνων.
Σιωπή -
Οι καρδιές δεν ερωτεύονται πια,
- ντουφεκίζουν.
Τι θέλουν στον τόπο μας οι ξένοι;
Αφήστε μας ήσυχους.
Αφήστε μας να φάμε το ψωμί μας
στα γόνατα του κόσμου,
αφήστε μας ν’ αποτελειώσουμε
το χαμόγελό μας,
να πάμε στον κινηματογράφο της άνοιξης…
Αφήστε μας
να παίξουμε ήσυχα στο βραδινό κατώφλι μας
το κομπολόι του γαλαξία,
ν’ αποτελειώσουμε το τραγούδι μας
με τρεις τελείες αστέρια
στην καρδιά του αδερφού μας.
Αφήστε μας να σουβαντίσουμε
το καλοκαίρι μας
γαζωμένο από σφαίρες αιώνων.
Ν’ ασβεστώσουμε γύρω - γύρω τα όνειρά μας,
να κλαδέψουμε τα δέντρα μας.
Να φυτέψουμε λουλούδια
στις τρύπες των κανονιών.
Να μπαλώσουμε τα πληγωμένα μας
πουκάμισα, τις παπαρούνες μας,
τα δειλινά μας.
Κοιτάχτε - τ’ αλέτρια μας κλαίνε ορφανά
στη γωνιά του σπιτιού μας,
άνεργος ο αργαλειός στη μέση
της ασβεστωμένης κάμαρας,
είναι σαν ένας τετράγωνος θυμός
που δεν μπορεί να ονειρευτεί
τα πράσινα χελιδόνια του,
τα κόκκινα λουλούδια του,
τα κίτρινα ψάρια του.
Κοιτάχτε τα σφυριά πώς κρέμονται
στον αέρα σαν κόμποι -
κόμποι χαλύβδινα δάκρυα πηγμένα
μες στην παγωνιά της αδικίας,
τούτα τα δάκρυα είναι βαριά,
- προσέχτε - καμιά φορά χτυπάν.
Δεν παίζουν.
Αδέρφια μου,
τι θέλουν στον τόπο μας οι ξένοι;
Να φύγουν, να φύγουν, να φύγουν.
Αν δίναμε τα χέρια, αδέρφια μου.
Τι μας χωρίζει;
Κι εσύ κι εγώ το ίδιο πονάμε
τούτα τ’ άγια, τούτα τα κλαμένα χώματα,
τούτα τα δοξασμένα χώματα.
Τι μας χωρίζει;
Κι εσύ κι εγώ το ίδιο πονάμε αν μας χτυπήσουνε. Πονάμε.
Πονάμε το κουκούτσι της ελιάς μας
που ‘ναι ευλογία και για τους δυο μας
- ετούτο το κουκούτσι
που ‘ναι σαν τον κάλο της τιμής
στο πόδι του Έθνους μας,
κι αν μας πατήσουνε τον κάλο της τιμής
το ίδιο και συ και γω τραβάμε το μαχαίρι…
Τι θέλουν στον τόπο μας οι ξένοι;
Εμείς κανέναν δεν μισούμε.
Αφήστε μας,
ν’ αγαπάμε τον κόσμο,
να σας αγαπάμε.
Εμείς άλλον εχθρό δεν έχουμε
παρά μονάχα κείνον που δε σέβεται τον Άνθρωπο […]
«Διακήρυξη, προς το λαό μου
και σ’ όλους τους λαούς του κόσμου»